- συσφίγγουσαν
- συσφίγγωbind close togetherpres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συσφίγγω — ΝΜΑ [σφίγγω] περισφίγγω νεοελλ. φρ. «συνεσφιγμένο μέτωπο» (μετεωρ.) είδος μετώπου κακοκαιρίας, που σχηματίζεται όταν ένα ψυχρό μέτωπο υπερκαλύπτει ένα προπορευόμενο θερμό μέτωπο, προκαλώντας την ανύψωση τών θερμών αέριων μαζών και χαρακτηρίζεται… … Dictionary of Greek